- ξεκούτης
- οανόητος, μωρός, ξεκουτιάρης.[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ. τού ξεκουτιαίνω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξεκούτης — ο βλ. ξεκουτιάρης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νερομπάμπαλος — η, ο 1. (για φαγητό) αυτός που περιέχει πολύ νερό 2. ξεμωραμένος, ξεκούτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < νερ(ο) * + μπάμπαλο / μπαμπαλής «ανόητος, ξεκουτιασμένος»] … Dictionary of Greek
νιανιάς — ο [νιανιά] ξεμωραμένος γέρος, ξεκούτης … Dictionary of Greek
ξανανινιασμένος — η, ο ξεμωραμένος, ξεκουτιασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξανά + νινιασμένος, μτχ. παρακμ. τού αμάρτυρου ρ. *νινιάζω (πιθ. < νεανιάζω), πρβλ. νιανιάς «ξεμωραμένος γέρος, ξεκούτης»] … Dictionary of Greek
ξεκουτιάρης — α, ικο αποβλακωμένος, ξεμωραμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξεκούτης + κατάλ. ιάρης (πρβλ. κιτριν ιάρης)] … Dictionary of Greek
ξεμωραίνω — 1. καθιστώ κάποιον εντελώς μωρό, τελείως ανόητο, αποκουτιαίνω 2. (συν. το μέσ.) ξεμωραίνομαι χάνω τον λογικό έλεγχο τών πράξεων μου, συμπεριφέρομαι σαν να είμαι νήπιο, γίνομαι ξεκούτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐκ μωραίνω* (βλ. και λ. ξ[ε] )] … Dictionary of Greek